Σωματοφύλακας στα λιθουανικά

Μετάφραση: σωματοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asmens sargybinis, sargybinis, sargybiniu, bodyguard, asmens sargybiniu
Σωματοφύλακας στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωματοφύλακας

σωματοφύλακας του ομπάμα, σωματοφύλακας ομπαμα, σκύλος σωματοφύλακας, σωματοφύλακας βυζαντινου αυτοκρατορα, σωματοφύλακας συνώνυμα, σωματοφύλακας λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σωματοφύλακας στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • σωματικά στα λιθουανικά - kūno, kūniška, kūniškas
  • σωματικός στα λιθουανικά - fizinis, fizinė, fizinės, fizinio, fizinį
  • σωπαίνω στα λιθουανικά - tyla, ramybė, išlaikyti, laikyti, nuolat, saugoti, išsaugoti
  • σωρευτικός στα λιθουανικά - kumuliacinis, kaupiamasis, sukauptas, kumuliacinės, suvestinis
Τυχαίες λέξεις
Σωματοφύλακας στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: asmens sargybinis, sargybinis, sargybiniu, bodyguard, asmens sargybiniu