Φρένο στα γερμανικά

Μετάφραση: φρένο, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bremsen, bremse, farnkraut, Bremse, Brems, Bremsen
Φρένο στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φρένο

φρένο συρταριών, φρένο στις πρόωρες συντάξεις, φρένο πόρτας, φρένο ετυμολογία, γκάζι φρένο, φρένο λεξικό γλώσσας γερμανικά, φρένο στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • φράσσω στα γερμανικά - straßensperre, versperren, barrikade, Damm, Staudamm, Talsperre, dam
  • φράχτης στα γερμανικά - umzäunung, umfriedung, zaun, streiten, einzäunung, Hecke, Hedge, ...
  • φρέσκος στα γερμανικά - dreist, erfrischend, unverschämt, frech, naseweis, frisch, pampig, ...
  • φρίκη στα γερμανικά - schrecken, abscheu, widerwille, antipathie, abstoß, abneigung, entsetzen, ...
Τυχαίες λέξεις
Φρένο στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: bremsen, bremse, farnkraut, Bremse, Brems, Bremsen