Φρένο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: φρένο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сопирачките, кочница, на сопирачките, сопирачка, сопирачката
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φρένο
φρένο συρταριών, φρένο στις πρόωρες συντάξεις, φρένο πόρτας, φρένο ετυμολογία, γκάζι φρένο, φρένο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, φρένο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- φράσσω στα σλαβομακεδονικά - браната, брана, на браната, брани, мајката
- φράχτης στα σλαβομακεδονικά - хеџ, заштита од ризик, плет, хеџинг, на хеџ
- φρέσκος στα σλαβομακεδονικά - свежа, свежо, свежи, свеж, свежото
- φρίκη στα σλαβομακεδονικά - хорор, ужас, хоророт, ужасот, horror
Τυχαίες λέξεις
Φρένο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: сопирачките, кочница, на сопирачките, сопирачка, сопирачката
Μεταφράσεις: сопирачките, кочница, на сопирачките, сопирачка, сопирачката