Φρένο στα ολλανδικά

Μετάφραση: φρένο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rem, afremmen, remmen, rem-, brake, remsysteem
Φρένο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φρένο

φρένο συρταριών, φρένο στις πρόωρες συντάξεις, φρένο πόρτας, φρένο ετυμολογία, γκάζι φρένο, φρένο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φρένο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φράσσω στα ολλανδικά - versperring, barricade, dam, stuwdam, Dam van, De Dam van, stuwmeer
  • φράχτης στα ολλανδικά - barrière, hek, omheining, heining, afsluiting, haag, heg, ...
  • φρέσκος στα ολλανδικά - onbedorven, fris, luchtig, vers, brutaal, onbeschaamd, groen, ...
  • φρίκη στα ολλανδικά - walging, misselijkheid, afkeer, verschrikking, afschuw, gruweldaad, griezel, ...
Τυχαίες λέξεις
Φρένο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rem, afremmen, remmen, rem-, brake, remsysteem