Φρένο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: φρένο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тормаз, тормоз
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φρένο
φρένο συρταριών, φρένο στις πρόωρες συντάξεις, φρένο πόρτας, φρένο ετυμολογία, γκάζι φρένο, φρένο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, φρένο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- φράσσω στα λευκορωσικά - плаціна, плаціны, грэбля, грэблі, плаціну
- φράχτης στα λευκορωσικά - шлагбаум, агароджа, хедж, хэдж
- φρέσκος στα λευκορωσικά - новы, свежы, свежае, слабы, умераны, лёгкі
- φρίκη στα λευκορωσικά - жах, ужас, страх, жудасьць
Τυχαίες λέξεις
Φρένο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: тормаз, тормоз
Μεταφράσεις: тормаз, тормоз