Φρένο στα τσεχικά
Μετάφραση: φρένο, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zabrzdit, brzdit, brzda, brzdový, brzdy, brzdové, brzdového
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φρένο
φρένο συρταριών, φρένο στις πρόωρες συντάξεις, φρένο πόρτας, φρένο ετυμολογία, γκάζι φρένο, φρένο λεξικό γλώσσας τσεχικά, φρένο στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- φράσσω στα τσεχικά - zabarikádovat, zatarasit, barikáda, přehrada, hráz, přehradní, přehrady, ...
- φράχτης στα τσεχικά - šerm, hrazení, ohrazení, šermovat, oplotit, ohrada, přehrada, ...
- φρέσκος στα τσεχικά - živý, nový, čerstvý, svěží, veselý, čilý, nedávný, ...
- φρίκη στα τσεχικά - odpor, děs, strach, ošklivost, hrůza, hnus, zděšení, ...
Τυχαίες λέξεις
Φρένο στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zabrzdit, brzdit, brzda, brzdový, brzdy, brzdové, brzdového
Μεταφράσεις: zabrzdit, brzdit, brzda, brzdový, brzdy, brzdové, brzdového