Φρένο στα ιταλικά
Μετάφραση: φρένο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frenare, freno, del freno, freni, freno di, dei freni
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φρένο
φρένο συρταριών, φρένο στις πρόωρες συντάξεις, φρένο πόρτας, φρένο ετυμολογία, γκάζι φρένο, φρένο λεξικό γλώσσας ιταλικά, φρένο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- φράσσω στα ιταλικά - barricare, barricata, diga, diga di, madre, dam, della diga
- φράχτης στα ιταλικά - staccionata, palizzata, siepe, copertura, di copertura, l'hedge, dell'hedge
- φρέσκος στα ιταλικά - novellino, nuovo, fresco, fresca, freschi, fresche, dolce
- φρίκη στα ιταλικά - spavento, disgustare, ribrezzo, nausea, orrore, ripugnanza, dell'orrore, ...
Τυχαίες λέξεις
Φρένο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: frenare, freno, del freno, freni, freno di, dei freni
Μεταφράσεις: frenare, freno, del freno, freni, freno di, dei freni