Φρένο στα λιθουανικά
Μετάφραση: φρένο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pertrauka, stabdys, stabdžių, stabdžio, stabdymo, stabdis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φρένο
φρένο συρταριών, φρένο στις πρόωρες συντάξεις, φρένο πόρτας, φρένο ετυμολογία, γκάζι φρένο, φρένο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, φρένο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- φράσσω στα λιθουανικά - užtvanka, Dam, užtvankos, damba
- φράχτης στα λιθουανικά - tvora, ginčytis, gyvatvorė, rizikos draudimo, apsidraudimo, gyvatvorių, apsidraudimas
- φρέσκος στα λιθουανικά - žvalus, šviežias, vėsus, gaivus, įžūlus, švieži, šviežia, ...
- φρίκη στα λιθουανικά - siaubas, siaubo, Horror, siaubą, baisumas
Τυχαίες λέξεις
Φρένο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pertrauka, stabdys, stabdžių, stabdžio, stabdymo, stabdis
Μεταφράσεις: pertrauka, stabdys, stabdžių, stabdžio, stabdymo, stabdis