Φρένο στα σουηδικά

Μετάφραση: φρένο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
broms, busksnår, bromsen
Φρένο στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φρένο

φρένο συρταριών, φρένο στις πρόωρες συντάξεις, φρένο πόρτας, φρένο ετυμολογία, γκάζι φρένο, φρένο λεξικό γλώσσας σουηδικά, φρένο στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • φράσσω στα σουηδικά - barrikad, dammen, fördämning, Dam, damm
  • φράχτης στα σουηδικά - häck, säkrings, säkring, säkringen
  • φρέσκος στα σουηδικά - färsk, frisk, ny, färskt, färska
  • φρίκη στα σουηδικά - fasa, skräck, fasan, horror
Τυχαίες λέξεις
Φρένο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: broms, busksnår, bromsen