Φρένο στα ουκρανικά
Μετάφραση: φρένο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
загальмувати, гальмувати, гальмо, мнучи, місити, гальма, стоянки, тормоз
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φρένο
φρένο συρταριών, φρένο στις πρόωρες συντάξεις, φρένο πόρτας, φρένο ετυμολογία, γκάζι φρένο, φρένο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, φρένο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- φράσσω στα ουκρανικά - перешкода, відгородити, перепона, барикада, гребля, дамба, Плотіна, ...
- φράχτης στα ουκρανικά - горожа, тин, паркан, загорожа, огорожа, фехтувати, хедж
- φρέσκος στα ουκρανικά - свіжий, прісний, новий, свіже, свіжа
- φρίκη στα ουκρανικά - жах, кумедне, огиду, огида, відраза, смішне, страх, ...
Τυχαίες λέξεις
Φρένο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: загальмувати, гальмувати, гальмо, мнучи, місити, гальма, стоянки, тормоз
Μεταφράσεις: загальмувати, гальмувати, гальмо, мнучи, місити, гальма, стоянки, тормоз