Ακαθάριστος στα δανικά

Μετάφραση: ακαθάριστος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brutto, grov, brutto-, bruttovægt, groft
Ακαθάριστος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακαθάριστος

ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, ακαθάριστοσ σχηματισμόσ κεφαλαίου, ακαθάριστος μισθός, ακαθάριστος λεξικό γλώσσας δανικά, ακαθάριστος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ακαδημία στα δανικά - akademi, Academy, akademiet, konservatoriet, konservatoriets
  • ακαδημαϊκός στα δανικά - akademisk, akademiske, faglige, faglig, fagligt
  • ακαθαρσία στα δανικά - urenhed, urenheder, urenheden
  • ακαθόριστος στα δανικά - uafviklede, urolige, urolig, uafklarede, usikre
Τυχαίες λέξεις
Ακαθάριστος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brutto, grov, brutto-, bruttovægt, groft