Ακαθάριστος στα ουγγρικά
Μετάφραση: ακαθάριστος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bruttó, összsúly, makroszkopikus, a bruttó, súlyos, durva, teljes
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακαθάριστος
ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, ακαθάριστοσ σχηματισμόσ κεφαλαίου, ακαθάριστος μισθός, ακαθάριστος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ακαθάριστος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ακαδημία στα ουγγρικά - akadémia, Academy, akadémián, akadémiát, akadémiára
- ακαδημαϊκός στα ουγγρικά - akadémiai, formalista, elméleti, akadémikus, egyetemi, tudományos, tanulmányi, ...
- ακαθαρσία στα ουγγρικά - tisztátalanság, tisztátlanság, szennyező, szennyeződés, szennyezőt
- ακαθόριστος στα ουγγρικά - tétova, rendezetlen, nyugtalan, bizonytalan, kiegyenlítetlen, a rendezetlen
Τυχαίες λέξεις
Ακαθάριστος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: bruttó, összsúly, makroszkopikus, a bruttó, súlyos, durva, teljes
Μεταφράσεις: bruttó, összsúly, makroszkopikus, a bruttó, súlyos, durva, teljes