Ακαθάριστος στα εσθονικά
Μετάφραση: ακαθάριστος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suur, jäme, gross, bruto, täismass, sisemajanduse, kogumahutavusega
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακαθάριστος
ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, ακαθάριστοσ σχηματισμόσ κεφαλαίου, ακαθάριστος μισθός, ακαθάριστος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ακαθάριστος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ακαδημία στα εσθονικά - akadeemia, Academy, akadeemias, kõrgkool, akadeemiat
- ακαδημαϊκός στα εσθονικά - akadeemiline, akadeemik, õppejõud, akadeemilise, akadeemiliste, akadeemilist, akadeemilised
- ακαθαρσία στα εσθονικά - rikutus, lisand, lisandi, lisandina, lisandiks, ebapuhtusena
- ακαθόριστος στα εσθονικά - ähmane, rahutu, lahendamata, tasumata, maksmata, heitlik
Τυχαίες λέξεις
Ακαθάριστος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: suur, jäme, gross, bruto, täismass, sisemajanduse, kogumahutavusega
Μεταφράσεις: suur, jäme, gross, bruto, täismass, sisemajanduse, kogumahutavusega