Ακαθάριστος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ακαθάριστος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
маса, товстий, грос, грубий, валовий, великий, валової, валового, валовою, валовій
Ακαθάριστος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακαθάριστος

ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, ακαθάριστοσ σχηματισμόσ κεφαλαίου, ακαθάριστος μισθός, ακαθάριστος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ακαθάριστος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ακαδημία στα ουκρανικά - академія, школа
  • ακαδημαϊκός στα ουκρανικά - фундаментальний, академічний, гуманітарний, навчальний, учбовий, навчального
  • ακαθαρσία στα ουκρανικά - негомогенний, брудний, нечистий, неоднорідний, домішка, домішки, домішку, ...
  • ακαθόριστος στα ουκρανικά - невизначений, неясний, невловимий, відсутній, невирішене, невирішений, вирішене, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακαθάριστος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: маса, товстий, грос, грубий, валовий, великий, валової, валового, валовою, валовій