Αμελώ στα δανικά
Μετάφραση: αμελώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uagtsomhed, forsømme, sjuske, spare, sparer, sjuske med, skimp
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμελώ
αμελώ αγγλικά, αμελώ συνωνυμα, αμελώ συνώνυμο, αμελώ λεξικό γλώσσας δανικά, αμελώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- αμείβω στα δανικά - gengælde, requite, Gengældelse, Gengældelse over, fuld Løn
- αμελητέος στα δανικά - ubetydelig, ubetydelige, ubetydeligt, minimal
- αμερόληπτος στα δανικά - upartisk, uvildig, upartiske, uvildigt, uvildige
- αμετάβλητος στα δανικά - uændret, uændrede, uændret i, uforandret
Τυχαίες λέξεις
Αμελώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uagtsomhed, forsømme, sjuske, spare, sparer, sjuske med, skimp
Μεταφράσεις: uagtsomhed, forsømme, sjuske, spare, sparer, sjuske med, skimp