Αμελώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αμελώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
negativamente, descuidar, negligência, cercear, poupam, skimp, economizam, economize
Αμελώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμελώ

αμελώ αγγλικά, αμελώ συνωνυμα, αμελώ συνώνυμο, αμελώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αμελώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αμείβω στα πορτογαλικά - remunerar, desenferrujar, recompensar, retribuir, requite, que recompensas, Recompensais
  • αμελητέος στα πορτογαλικά - desprezível, insignificante, negligenciável, negligenciáveis, insignificantes
  • αμερόληπτος στα πορτογαλικά - imparcial, imparciais, imparcialidade, neutro
  • αμετάβλητος στα πορτογαλικά - inalterado, inalterada, inalteradas, inalterados, sem alterações
Τυχαίες λέξεις
Αμελώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: negativamente, descuidar, negligência, cercear, poupam, skimp, economizam, economize