Αμελώ στα ιταλικά

Μετάφραση: αμελώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trascuratezza, dimenticanza, tralasciare, negligenza, trascurare, negligere, lesinare, skimp, economizzavano, risparmiare, lesinate
Αμελώ στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμελώ

αμελώ αγγλικά, αμελώ συνωνυμα, αμελώ συνώνυμο, αμελώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, αμελώ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αμείβω στα ιταλικά - premiare, contraccambiare, ricambiare, ripagare, compenseremo, ripaga
  • αμελητέος στα ιταλικά - trascurabile, trascurabili, irrilevante, insignificante
  • αμερόληπτος στα ιταλικά - imparziale, imparziali, imparzialità
  • αμετάβλητος στα ιταλικά - immutato, invariato, invariata, invariati, invariate
Τυχαίες λέξεις
Αμελώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: trascuratezza, dimenticanza, tralasciare, negligenza, trascurare, negligere, lesinare, skimp, economizzavano, risparmiare, lesinate