Αμελώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: αμελώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taupyti, šykštauti, Sknerzyć, numažinti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμελώ
αμελώ αγγλικά, αμελώ συνωνυμα, αμελώ συνώνυμο, αμελώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αμελώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αμείβω στα λιθουανικά - atsimokėti, atmokėti, gauti atpildą, atsilygini, atlyginsiu
- αμελητέος στα λιθουανικά - nereikšmingas, nežymus, nereikšminga, nereikšmingu, nedidelė
- αμερόληπτος στα λιθουανικά - nešališkas, nešališka, nešališki, nešališką, nešališko
- αμετάβλητος στα λιθουανικά - nepakitęs, nepakitusi, nepakito, nepakitę, nepakitusios
Τυχαίες λέξεις
Αμελώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: taupyti, šykštauti, Sknerzyć, numažinti
Μεταφράσεις: taupyti, šykštauti, Sknerzyć, numažinti