Ανήμπορος στα δανικά
Μετάφραση: ανήμπορος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjælpeløs, hjælpeløse, hjælpeløst
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήμπορος
ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος lyrics, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος συνωνυμα, ο ανήμπορος, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικό γλώσσας δανικά, ανήμπορος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανήθικος στα δανικά - umoralsk, umoralske, amoralsk, amoralske
- ανήκω στα δανικά - tilhører, hører, tilhøre, høre, hører hjemme
- ανήσυχα στα δανικά - uroligt, urolig, sig uroligt, beklemt, nervøst
- ανήσυχος στα δανικά - bekymrede, bekymret, bekymret for, bekymret over, bange for
Τυχαίες λέξεις
Ανήμπορος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hjælpeløs, hjælpeløse, hjælpeløst
Μεταφράσεις: hjælpeløs, hjælpeløse, hjælpeløst