Ανήμπορος στα ισλανδικά
Μετάφραση: ανήμπορος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðstoðarlaus, hjálparvana, hjálparlaus, ófærir, bjargarlaus, umkomulausir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήμπορος
ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος lyrics, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος συνωνυμα, ο ανήμπορος, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ανήμπορος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ανήθικος στα ισλανδικά - siðlaust, ósiðlegur, siðlaus, ósiðleg, ósiðlegt
- ανήκω στα ισλανδικά - tilheyra, tilheyrir, tilheyri, eiga, heima
- ανήσυχα στα ισλανδικά - uneasily
- ανήσυχος στα ισλανδικά - hugsjúkur, áhyggjur, áhyggjur af, áhyggjufullur, áhyggjufull, áhyggjur af því
Τυχαίες λέξεις
Ανήμπορος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: aðstoðarlaus, hjálparvana, hjálparlaus, ófærir, bjargarlaus, umkomulausir
Μεταφράσεις: aðstoðarlaus, hjálparvana, hjálparlaus, ófærir, bjargarlaus, umkomulausir