Ανήμπορος στα τσεχικά
Μετάφραση: ανήμπορος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezradný, bezmocný, bezmocní, bezmocná, bezmocné, bezmocně
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήμπορος
ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος lyrics, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος συνωνυμα, ο ανήμπορος, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικό γλώσσας τσεχικά, ανήμπορος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ανήθικος στα τσεχικά - nemravný, nemorální, amorální, nemravné, nemorálního
- ανήκω στα τσεχικά - příslušet, náležet, patřit, patří, náleží, nepatří
- ανήσυχα στα τσεχικά - nervózně, neklidně, stísněně, nejistě, znepokojeně
- ανήσυχος στα τσεχικά - chápavý, bystrý, úzkostlivý, dychtivý, starostlivý, úzkostný, bojácný, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανήμπορος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: bezradný, bezmocný, bezmocní, bezmocná, bezmocné, bezmocně
Μεταφράσεις: bezradný, bezmocný, bezmocní, bezmocná, bezmocné, bezmocně