Ανήμπορος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανήμπορος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hulpeloos, machteloos, hulpeloze
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήμπορος
ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος lyrics, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος συνωνυμα, ο ανήμπορος, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανήμπορος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανήθικος στα ολλανδικά - immoreel, onzedelijk, zedeloos, immorele, onzedelijke
- ανήκω στα ολλανδικά - behoren, horen, behoort, deel uitmaken, toebehoren
- ανήσυχα στα ολλανδικά - onbehaaglijk, onrustig, ongemakkelijk, zich onrustig, gespannen voet
- ανήσυχος στα ολλανδικά - ongerust, beducht, bezorgd, zenuwachtig, nerveus, bang, zorgen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανήμπορος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hulpeloos, machteloos, hulpeloze
Μεταφράσεις: hulpeloos, machteloos, hulpeloze