Ανήμπορος στα σουηδικά
Μετάφραση: ανήμπορος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hjälplös, hjälplösa, hjälplöst, lösa, löst
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήμπορος
ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος lyrics, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος συνωνυμα, ο ανήμπορος, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικό γλώσσας σουηδικά, ανήμπορος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ανήθικος στα σουηδικά - omoralisk, omoraliskt, omoraliska
- ανήκω στα σουηδικά - tillhör, hör, tillhöra, hör hemma, ingår
- ανήσυχα στα σουηδικά - oroligt, sig oroligt, uneasily, med oro, illa till mods
- ανήσυχος στα σουηδικά - nervös, orolig, oroliga, orolig för, oroade, oroad
Τυχαίες λέξεις
Ανήμπορος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: hjälplös, hjälplösa, hjälplöst, lösa, löst
Μεταφράσεις: hjälplös, hjälplösa, hjälplöst, lösa, löst