Ανατέλλω στα δανικά
Μετάφραση: ανατέλλω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stige, anatello
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανατέλλω
θα ανατέλλω, ανατέλλω κλίση, κατάστημα ανατέλλω, αναστέλλω συνώνυμα, ανατέλλω ίλιον, ανατέλλω λεξικό γλώσσας δανικά, ανατέλλω στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανασφαλής στα δανικά - usikker, usikre, usikkert, utilstrækkeligt fastgjort, utryg
- ανασχηματισμός στα δανικά - rokade, rokaden, omfordeling, omdannelse, omrokering
- αναταραχή στα δανικά - uro, uroligheder, uroen, urolighederne
- ανατολή στα δανικά - øst, østlig, østlige
Τυχαίες λέξεις
Ανατέλλω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stige, anatello
Μεταφράσεις: stige, anatello