Ανατέλλω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανατέλλω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beklimming, stijging, opstaan, opslag, anatello
Ανατέλλω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανατέλλω

θα ανατέλλω, ανατέλλω κλίση, κατάστημα ανατέλλω, αναστέλλω συνώνυμα, ανατέλλω ίλιον, ανατέλλω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανατέλλω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανασφαλής στα ολλανδικά - onzeker, onveilig, onzekere, onveilige, zit los
  • ανασχηματισμός στα ολλανδικά - reformeren, hervormen, herschikking, herschikken, herschikking van, reshuffle
  • αναταραχή στα ολλανδικά - agitatie, opschudding, woeling, troebelen, onrust, kabaal, beweging, ...
  • ανατολή στα ολλανδικά - oosten, oriënt, oost, ten oosten, het oosten, east
Τυχαίες λέξεις
Ανατέλλω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beklimming, stijging, opstaan, opslag, anatello