Ανατέλλω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ανατέλλω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падымаццa, anatello
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανατέλλω
θα ανατέλλω, ανατέλλω κλίση, κατάστημα ανατέλλω, αναστέλλω συνώνυμα, ανατέλλω ίλιον, ανατέλλω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανατέλλω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ανασφαλής στα λευκορωσικά - небяспечны, небясьпечны
- ανασχηματισμός στα λευκορωσικά - перастаноўка, перастанова, перастаноўкі, перамена, перестановка
- αναταραχή στα λευκορωσικά - беспарадкі, непарадкі
- ανατολή στα λευκορωσικά - усход, ўсход, Усход, Восток
Τυχαίες λέξεις
Ανατέλλω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: падымаццa, anatello
Μεταφράσεις: падымаццa, anatello