Ανατέλλω στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανατέλλω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хвилястий, anatello
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανατέλλω
θα ανατέλλω, ανατέλλω κλίση, κατάστημα ανατέλλω, αναστέλλω συνώνυμα, ανατέλλω ίλιον, ανατέλλω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανατέλλω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανασφαλής στα ουκρανικά - комахи, небезпечний
- ανασχηματισμός στα ουκρανικά - перестановка, переставляння
- αναταραχή στα ουκρανικά - розруха, зворушення, струс, сум'яття, хвилювання, заворушення, безлади, ...
- ανατολή στα ουκρανικά - схід, Восток
Τυχαίες λέξεις
Ανατέλλω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: хвилястий, anatello
Μεταφράσεις: хвилястий, anatello