Ανατέλλω στα ιταλικά

Μετάφραση: ανατέλλω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ascesa, alzarsi, lievitazione, rialzo, aumento, salita, anatello
Ανατέλλω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανατέλλω

θα ανατέλλω, ανατέλλω κλίση, κατάστημα ανατέλλω, αναστέλλω συνώνυμα, ανατέλλω ίλιον, ανατέλλω λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανατέλλω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ανασφαλής στα ιταλικά - malsicuro, insicuro, insicura, insicuri, insicurezza, insicure
  • ανασχηματισμός στα ιταλικά - riformare, riforma, rimpasto, rimpasto di, rimescolamento, rimaneggiamento, rimpasto del
  • αναταραχή στα ιταλικά - commozione, tumulto, agitazione, disordini, agitazioni, inquietudine, tensioni
  • ανατολή στα ιταλικά - est, oriente, orientale, levante, a est, Ovest, Oriente
Τυχαίες λέξεις
Ανατέλλω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ascesa, alzarsi, lievitazione, rialzo, aumento, salita, anatello