Ανατέλλω στα εσθονικά
Μετάφραση: ανατέλλω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suurendama, tõus, anatello
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανατέλλω
θα ανατέλλω, ανατέλλω κλίση, κατάστημα ανατέλλω, αναστέλλω συνώνυμα, ανατέλλω ίλιον, ανατέλλω λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανατέλλω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ανασφαλής στα εσθονικά - ebakindel, ebakindlad, ebakindla, on ebakindel, ebakindlalt
- ανασχηματισμός στα εσθονικά - reformima, reform, ümberkujundamist, koosseisu muutmine, ümberkorraldused, toimunud ümberkorraldusi, Ümberpaigutamine
- αναταραχή στα εσθονικά - tuisupahvak, närvitsema, sagin, ärevus, puhang, rahutus, rahutused, ...
- ανατολή στα εσθονικά - idas, orient, ida, itta, ida pool, east
Τυχαίες λέξεις
Ανατέλλω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: suurendama, tõus, anatello
Μεταφράσεις: suurendama, tõus, anatello