Αξιόπιστος στα δανικά

Μετάφραση: αξιόπιστος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pålidelig, pålidelige, pålideligt, mest, pålidelighed
Αξιόπιστος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αξιόπιστος

αξιόπιστος μετάφραση, αξιόπιστος συνώνυμα, αξιόπιστος συναγερμός, αξιόπιστος in english, αξιόπιστος αγγλικα, αξιόπιστος λεξικό γλώσσας δανικά, αξιόπιστος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αξιωματικός στα δανικά - embedsmand, officer, politibetjent, anvisningsberettigede, medarbejder
  • αξιόλογος στα δανικά - bemærkelsesværdig, bemærkelsesværdige, bemærkelsesværdigt, markant, betydelig
  • αξονικός στα δανικά - aksial, aksiale, aksialt, axial
  • απάγω στα δανικά - piskeris, piskeriset, pisker, whisk
Τυχαίες λέξεις
Αξιόπιστος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pålidelig, pålidelige, pålideligt, mest, pålidelighed