Αξιόπιστος στα ισλανδικά
Μετάφραση: αξιόπιστος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ábyggilegur, áreiðanlegur, áreiðanleg, áreiðanlegar, áreiðanlegt, áreiðanlega
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξιόπιστος
αξιόπιστος μετάφραση, αξιόπιστος συνώνυμα, αξιόπιστος συναγερμός, αξιόπιστος in english, αξιόπιστος αγγλικα, αξιόπιστος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αξιόπιστος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αξιωματικός στα ισλανδικά - embættismaður, herforingi, liðsforingi, yfirmaður, foringi, starfsmaður, yfirmann
- αξιόλογος στα ισλανδικά - talsverður, umtalsverður, athyglisverð, áberandi, þekktur, eftirtektarvert, athyglisvert
- αξονικός στα ισλανδικά - axial, áslæg, áslægt, AslsBg, Aslæg
- απάγω στα ισλανδικά - whisk
Τυχαίες λέξεις
Αξιόπιστος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ábyggilegur, áreiðanlegur, áreiðanleg, áreiðanlegar, áreiðanlegt, áreiðanlega
Μεταφράσεις: ábyggilegur, áreiðanlegur, áreiðanleg, áreiðanlegar, áreiðanlegt, áreiðanlega