Αρκτική στα δανικά

Μετάφραση: αρκτική, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Boreal, boreale, borealske, Nordligt, høje Nord
Αρκτική στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρκτική

αρκτική ανταρκτική, αρκτική θάλασσα, αρκτική κουκουβάγια, αρκτική τούνδρα, αρκτική αλεπού, αρκτική λεξικό γλώσσας δανικά, αρκτική στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αρκετοί στα δανικά - flere, adskillige, række, en række, mange
  • αρκετός στα δανικά - sid, vid, nok, nok til, tilstrækkelig, tilstrækkeligt
  • αρκτικός στα δανικά - Arctic, arktiske, Arktis, Arktisk, Det arktiske
  • αρλεκίνος στα δανικά - harlekin, Harlequin, strømand, Strømanden
Τυχαίες λέξεις
Αρκτική στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Boreal, boreale, borealske, Nordligt, høje Nord