Αρκτική στα γαλλικά
Μετάφραση: αρκτική, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arctique, boréale, Boreal, boréal, boréales, forêt boréale
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρκτική
αρκτική ανταρκτική, αρκτική θάλασσα, αρκτική κουκουβάγια, αρκτική τούνδρα, αρκτική αλεπού, αρκτική λεξικό γλώσσας γαλλικά, αρκτική στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- αρκετοί στα γαλλικά - quelques, plusieurs, particulier, respectif, séparé, divers, varié, ...
- αρκετός στα γαλλικά - marquant, rangé, agencer, abondant, ordonné, gentil, considérable, ...
- αρκτικός στα γαλλικά - arctique, Arctique, l'Arctique, Arctic, de l'Arctique
- αρλεκίνος στα γαλλικά - paillasse, bouffon, arlequin, pitre, clown, Harlequin, de harlequin, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρκτική στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: arctique, boréale, Boreal, boréal, boréales, forêt boréale
Μεταφράσεις: arctique, boréale, Boreal, boréal, boréales, forêt boréale