Αρκτική στα φινλανδικά

Μετάφραση: αρκτική, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pohjoinen, Boreal, boreaalisen, boreaaliset, boreaalisella
Αρκτική στα φινλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρκτική

αρκτική ανταρκτική, αρκτική θάλασσα, αρκτική κουκουβάγια, αρκτική τούνδρα, αρκτική αλεπού, αρκτική λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αρκτική στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αρκετοί στα φινλανδικά - lukuisat, eri, monta, moni, kyseinen, moninainen, useat, ...
  • αρκετός στα φινλανδικά - merkittävä, laakea, laaja, avara, aikamoinen, lakea, siisti, ...
  • αρκτικός στα φινλανδικά - arktinen, Arctic, Arktisen, arktisen alueen, arktisten
  • αρλεκίνος στα φινλανδικά - harlekiini, Harlequin, sivumarkiisin, punaista harlekiiniviivaa, harlekiiniviivaa
Τυχαίες λέξεις
Αρκτική στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: pohjoinen, Boreal, boreaalisen, boreaaliset, boreaalisella