Αρκτική στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αρκτική, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
Boreal, boreais, de Boreal
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρκτική
αρκτική ανταρκτική, αρκτική θάλασσα, αρκτική κουκουβάγια, αρκτική τούνδρα, αρκτική αλεπού, αρκτική λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αρκτική στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αρκετοί στα πορτογαλικά - diversos, partir, quebrar, vários, várias, diversas, alguns
- αρκετός στα πορτογαλικά - extenso, amplo, maré, considerável, arrumado, suficiente, o suficiente, ...
- αρκτικός στα πορτογαλικά - Ártico, Árctico, Arctic, ártica, do Ártico
- αρλεκίνος στα πορτογαλικά - arlequim, harlequin, do Harlequin, de arlequim, do harlequin do
Τυχαίες λέξεις
Αρκτική στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: Boreal, boreais, de Boreal
Μεταφράσεις: Boreal, boreais, de Boreal