Αρκτική στα ισλανδικά

Μετάφραση: αρκτική, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Boreal
Αρκτική στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρκτική

αρκτική ανταρκτική, αρκτική θάλασσα, αρκτική κουκουβάγια, αρκτική τούνδρα, αρκτική αλεπού, αρκτική λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αρκτική στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αρκετοί στα ισλανδικά - nokkrir, nokkrum, nokkur, nokkrar, fleiri
  • αρκετός στα ισλανδικά - umtalsverður, talsverður, nóg, nógu, nóg til, nógur, nægilega
  • αρκτικός στα ισλανδικά - Arctic, Norðurskautið, Norður, norðurheimskautsins
  • αρλεκίνος στα ισλανδικά - Harlequin
Τυχαίες λέξεις
Αρκτική στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Boreal