Αρκτική στα ιταλικά
Μετάφραση: αρκτική, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
boreale, Boreal, boreale di, boreali
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρκτική
αρκτική ανταρκτική, αρκτική θάλασσα, αρκτική κουκουβάγια, αρκτική τούνδρα, αρκτική αλεπού, αρκτική λεξικό γλώσσας ιταλικά, αρκτική στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αρκετοί στα ιταλικά - diversi, alquanti, alcuni, parecchi, alcune, parecchie, vari
- αρκετός στα ιταλικά - abbondante, considerevole, vistoso, notevole, ordinato, lindo, abbastanza, ...
- αρκτικός στα ιταλικά - Artico, Arctic, artica, Polare Artico, dell'Artico
- αρλεκίνος στα ιταλικά - arlecchino, Harlequin, del Harlequin, di Arlecchino, arlecchino di
Τυχαίες λέξεις
Αρκτική στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: boreale, Boreal, boreale di, boreali
Μεταφράσεις: boreale, Boreal, boreale di, boreali