Αρκτική στα ρωσικά
Μετάφραση: αρκτική, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полярный, северный, холодный, Boreal, бореальной зон, бореальных, Бореально
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρκτική
αρκτική ανταρκτική, αρκτική θάλασσα, αρκτική κουκουβάγια, αρκτική τούνδρα, αρκτική αλεπού, αρκτική λεξικό γλώσσας ρωσικά, αρκτική στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- αρκετοί στα ρωσικά - особый, индивидуальный, отдельный, несколько, нескольких, некоторые, несколькими, ...
- αρκετός στα ρωσικά - важный, достаточный, салфеточка, просторный, обширный, существенный, прибирать, ...
- αρκτικός στα ρωσικά - холодный, полярный, северный, Арктика, арктический, Arctic, Арктики, ...
- αρλεκίνος στα ρωσικά - пестрый, многоцветный, шут, арлекин, мраморный, мраморных, Harlequin, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρκτική στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: полярный, северный, холодный, Boreal, бореальной зон, бореальных, Бореально
Μεταφράσεις: полярный, северный, холодный, Boreal, бореальной зон, бореальных, Бореально