Αρκτική στα ολλανδικά
Μετάφραση: αρκτική, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
noordpoolgebied, Boreal, boreale, boreaal, Noordelijk, de boreale
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρκτική
αρκτική ανταρκτική, αρκτική θάλασσα, αρκτική κουκουβάγια, αρκτική τούνδρα, αρκτική αλεπού, αρκτική λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αρκτική στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αρκετοί στα ολλανδικά - diverse, verscheidene, verschillende, meerdere, aantal
- αρκετός στα ολλανδικά - ruim, uitgestrekt, veelomvattend, geruim, aanmerkelijk, overvloedig, ordelijk, ...
- αρκτικός στα ολλανδικά - noordpoolgebied, Noordpool, arctisch, Noordpoolgebied, Arctic, arctische
- αρλεκίνος στα ολλανδικά - harlekijn, Harlequin, de harlekijn, van de harlekijn, de Harlekijn van
Τυχαίες λέξεις
Αρκτική στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: noordpoolgebied, Boreal, boreale, boreaal, Noordelijk, de boreale
Μεταφράσεις: noordpoolgebied, Boreal, boreale, boreaal, Noordelijk, de boreale