Βοηθός στα δανικά
Μετάφραση: βοηθός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjælpe, hjælpemiddel, assistent, bistand, hjælp, Assistant, assisterende, assistenten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βοηθός
βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός λογιστή, βοηθός φαρμακείου, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός νοσηλευτικής τραυματολογίας, βοηθός λεξικό γλώσσας δανικά, βοηθός στα δανικά
Μεταφράσεις
- βοήθημα στα δανικά - bistand, assistent, hjælpe, hjælpemiddel, hjælp, støtte, støtten, ...
- βοηθητικός στα δανικά - medhjælper, hjælpeansatte, ekstra, hjælpemotor, hjælpeansat
- βοηθώ στα δανικά - hjælpe, assistent, bistand, hjælp, hjælpemiddel, bidrage, hjælper, ...
- βολή στα δανικά - shot, skud, chance, skudt, mål
Τυχαίες λέξεις
Βοηθός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hjælpe, hjælpemiddel, assistent, bistand, hjælp, Assistant, assisterende, assistenten
Μεταφράσεις: hjælpe, hjælpemiddel, assistent, bistand, hjælp, Assistant, assisterende, assistenten