Βοηθός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: βοηθός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criado, assistente, assistir, auxílio, ajuda, capacete, socorrer, socorro, ajudar, auxiliar, auxilio, assistente de, assistente do, assistant, adjunto
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βοηθός
βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός λογιστή, βοηθός φαρμακείου, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός νοσηλευτικής τραυματολογίας, βοηθός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βοηθός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- βοήθημα στα πορτογαλικά - zelo, socorrer, cuidado, preocupação, auxílio, auxiliar, ajuda, ...
- βοηθητικός στα πορτογαλικά - anexo, acessório, secundário, auxiliar, auxiliares, auxiliar de
- βοηθώ στα πορτογαλικά - socorrer, assessorar, socorro, assistir, assistência, preocupação, zelo, ...
- βολή στα πορτογαλικά - molde, arremesso, feitio, forma, fundir, jeito, tiro, ...
Τυχαίες λέξεις
Βοηθός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: criado, assistente, assistir, auxílio, ajuda, capacete, socorrer, socorro, ajudar, auxiliar, auxilio, assistente de, assistente do, assistant, adjunto
Μεταφράσεις: criado, assistente, assistir, auxílio, ajuda, capacete, socorrer, socorro, ajudar, auxiliar, auxilio, assistente de, assistente do, assistant, adjunto