Βοηθός στα λιθουανικά
Μετάφραση: βοηθός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
padėjėjas, pagalba, pagalbininkas, pagelbėti, asistentas, asistentė, padėjėja, padėjėjo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βοηθός
βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός λογιστή, βοηθός φαρμακείου, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός νοσηλευτικής τραυματολογίας, βοηθός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βοηθός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- βοήθημα στα λιθουανικά - priežiūra, globa, pagelbėti, padėjėjas, pagalba, pagalbos, pagalbą, ...
- βοηθητικός στα λιθουανικά - pagalbinis, pagalbinė, pagalbinės, pagalbiniai, pagalbinių
- βοηθώ στα λιθουανικά - pagalba, pagelbėti, priežiūra, globa, padėjėjas, padėti, padės, ...
- βολή στα λιθουανικά - nuotrauka, kadras, šūvis, smūgiuotas kamuolys, smūgis
Τυχαίες λέξεις
Βοηθός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: padėjėjas, pagalba, pagalbininkas, pagelbėti, asistentas, asistentė, padėjėja, padėjėjo
Μεταφράσεις: padėjėjas, pagalba, pagalbininkas, pagelbėti, asistentas, asistentė, padėjėja, padėjėjo