Βοηθός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: βοηθός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
помошник, асистент, помошникот, асистент на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βοηθός
βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός λογιστή, βοηθός φαρμακείου, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός νοσηλευτικής τραυματολογίας, βοηθός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, βοηθός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- βοήθημα στα σλαβομακεδονικά - помош, за помош, помошта, помош во
- βοηθητικός στα σλαβομακεδονικά - помошни, помошните, помошен, помошна, помошната
- βοηθώ στα σλαβομακεδονικά - помогне, помогнат, помогне на, им помогне, помогне да
- βολή στα σλαβομακεδονικά - истрел, шут, шутираше, shot, застрелан
Τυχαίες λέξεις
Βοηθός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: помошник, асистент, помошникот, асистент на
Μεταφράσεις: помошник, асистент, помошникот, асистент на