Δυνατός στα δανικά

Μετάφραση: δυνατός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stærk, muligt, mulig, mulige, er muligt, mulighed
Δυνατός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυνατός

δυνατός συνώνυμα, δυνατός πονοκέφαλος, δυνατός καφές, δυνατός πόνος στο στομάχι, δυνατός βήχας, δυνατός λεξικό γλώσσας δανικά, δυνατός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δυναμικός στα δανικά - dynamisk, dynamiske, dynamik, en dynamisk
  • δυνατά στα δανικά - højlydt, højt, Mange blandt publikum følte
  • δυο στα δανικά - to
  • δυσάρεστος στα δανικά - ubehagelig, ubehageligt, ubehagelige, harsk
Τυχαίες λέξεις
Δυνατός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stærk, muligt, mulig, mulige, er muligt, mulighed