Δυνατός στα εσθονικά
Μετάφραση: δυνατός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tarmukas, vägev, liigkasu, võimalik, võimalikult, võimaliku, võimalike, võimalikku
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυνατός
δυνατός συνώνυμα, δυνατός πονοκέφαλος, δυνατός καφές, δυνατός πόνος στο στομάχι, δυνατός βήχας, δυνατός λεξικό γλώσσας εσθονικά, δυνατός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- δυναμικός στα εσθονικά - dünaamiline, dünaamilise, dünaamilist, dünaamilisemaks, dünaamiliste
- δυνατά στα εσθονικά - tungivalt, tugevalt, valjult, valjusti, valjuhäälselt, kõvasti, kõva häälega
- δυο στα εσθονικά - kaks, kahe, kahte, kahest, kahes
- δυσάρεστος στα εσθονικά - vastumeelne, ebameeldiv, ebameeldiva, ebameeldivad, ebameeldivat
Τυχαίες λέξεις
Δυνατός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tarmukas, vägev, liigkasu, võimalik, võimalikult, võimaliku, võimalike, võimalikku
Μεταφράσεις: tarmukas, vägev, liigkasu, võimalik, võimalikult, võimaliku, võimalike, võimalikku