Δωροδοκία στα δανικά

Μετάφραση: δωροδοκία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bestikkelse, bestikke, bestikkelsen, Gave
Δωροδοκία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δωροδοκία

δωροδοκία εοτ, δωροδοκία δημοσίου υπαλλήλου, δωροδοκία συνώνυμο, δωροδοκία σδοε, δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, δωροδοκία λεξικό γλώσσας δανικά, δωροδοκία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δωρεά στα δανικά - gave, donation, donationen, afgivelse
  • δωρεάν στα δανικά - gratis, ledig, frigive, befri, fri, frie, frit, ...
  • δωροληψία στα δανικά - venality, bestikkelighed, gør bestikkelighed
  • δωσίλογος στα δανικά - samarbejdspartnere, medarbejdere, kollaboratører, aktive brugere
Τυχαίες λέξεις
Δωροδοκία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bestikkelse, bestikke, bestikkelsen, Gave