Δωροδοκία στα φινλανδικά
Μετάφραση: δωροδοκία, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lahjonta, lahjominen, lahjoa, lahjus, lahjuksia, lahjuksen, lahjusta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωροδοκία
δωροδοκία εοτ, δωροδοκία δημοσίου υπαλλήλου, δωροδοκία συνώνυμο, δωροδοκία σδοε, δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, δωροδοκία λεξικό γλώσσας φινλανδικά, δωροδοκία στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- δωρεά στα φινλανδικά - antaa, kyky, leiviskä, hengenlahja, luonnonlahja, anti, lahjakkuus, ...
- δωρεάν στα φινλανδικά - irrallinen, irrottaa, ilmainen, valtoimenaan, vapaa, esteetön, päästää irti, ...
- δωροληψία στα φινλανδικά - venality
- δωσίλογος στα φινλανδικά - vastuullinen, yhteistyökumppanit, yhteistyökumppaneita, yhteiskäyttäjiä, yhteiskäyttäjät, yhteiskäyttäjien
Τυχαίες λέξεις
Δωροδοκία στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: lahjonta, lahjominen, lahjoa, lahjus, lahjuksia, lahjuksen, lahjusta
Μεταφράσεις: lahjonta, lahjominen, lahjoa, lahjus, lahjuksia, lahjuksen, lahjusta