Δωροδοκία στα τούρκικα
Μετάφραση: δωροδοκία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rüşvet, rüşvetin, bribe, rüşveti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωροδοκία
δωροδοκία εοτ, δωροδοκία δημοσίου υπαλλήλου, δωροδοκία συνώνυμο, δωροδοκία σδοε, δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, δωροδοκία λεξικό γλώσσας τούρκικα, δωροδοκία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δωρεά στα τούρκικα - armağan, bağış, hediye, yetenek, bağışı, hibe, yardım, ...
- δωρεάν στα τούρκικα - özgür, parasız, serbest, azat, bedava, ücretsiz
- δωροληψία στα τούρκικα - rüşvet alma, venality, yiyicilik
- δωσίλογος στα τούρκικα - sorumlu, işbirlikçiler, işbirlikçileri, ortak çalışanlar, ortak çalışanlarınız, ortak çalışan
Τυχαίες λέξεις
Δωροδοκία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: rüşvet, rüşvetin, bribe, rüşveti
Μεταφράσεις: rüşvet, rüşvetin, bribe, rüşveti