Δωροδοκία στα ιταλικά
Μετάφραση: δωροδοκία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corruzione, bustarella, corrompere, tangente, dono
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωροδοκία
δωροδοκία εοτ, δωροδοκία δημοσίου υπαλλήλου, δωροδοκία συνώνυμο, δωροδοκία σδοε, δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, δωροδοκία λεξικό γλώσσας ιταλικά, δωροδοκία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δωρεά στα ιταλικά - dono, donazione, regalo, presente, donazione di, la donazione, donazioni, ...
- δωρεάν στα ιταλικά - esimere, rilasciare, libero, liberare, sbarazzare, gratuito, gratis, ...
- δωροληψία στα ιταλικά - venalità, venality, la venalità, corruttibilità
- δωσίλογος στα ιταλικά - responsabile, collaboratori, i collaboratori, collaboratori nel, dei collaboratori
Τυχαίες λέξεις
Δωροδοκία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: corruzione, bustarella, corrompere, tangente, dono
Μεταφράσεις: corruzione, bustarella, corrompere, tangente, dono