Δωροδοκία στα ουγγρικά
Μετάφραση: δωροδοκία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vesztegetés, veszteget, kenőpénz, megvesztegetni, kenőpénzt, ruhába
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωροδοκία
δωροδοκία εοτ, δωροδοκία δημοσίου υπαλλήλου, δωροδοκία συνώνυμο, δωροδοκία σδοε, δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, δωροδοκία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δωροδοκία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δωρεά στα ουγγρικά - képesség, adomány, adományozás, adományt, adományozási, adományozására
- δωρεάν στα ουγγρικά - ingyenes, független, szabad, szabadon, ingyen, mentes
- δωροληψία στα ουγγρικά - megvásárolhatóság, megvesztegethetőség
- δωσίλογος στα ουγγρικά - együttműködők, kollaboránsok, munkatársai, együttműködő, munkatársak
Τυχαίες λέξεις
Δωροδοκία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vesztegetés, veszteget, kenőpénz, megvesztegetni, kenőpénzt, ruhába
Μεταφράσεις: vesztegetés, veszteget, kenőpénz, megvesztegetni, kenőpénzt, ruhába